- ξανακύλισμα
- το (Μ ξανακύλισμα)ξανακύλημαμσν.στριφογύρισμα στο κρεβάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανακυλῶ, κατά τα ουδ. σε -ισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανακύλισμα — το, ατος βλ. ξανακύλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακύλιση — η 1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. ανατροπή, αναποδογύρισμα 4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898… … Dictionary of Greek
ανακύλισμα — το [ανακυλίω] 1. ανατροπή, αναποδογύρισμα 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. βαθύ σκάψιμο τής γης … Dictionary of Greek
μετακύλιση — η (Μ μετακύλισις) [μετακυλίνδω] η εκ νέου κύλιση, το ξανακύλισμα … Dictionary of Greek
ξανακύλημα — ξανακύλημα, το και ξανακύλισμα, το, ατος 1. το βαθύ σκάψιμο του εδάφους: Έκανα ξανακύλημα στο χωράφι. 2. υποτροπή αρρώστιας: Δε φυλάχτηκε κι έπαθε ξανακύλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποτροπή — η 1. επάνοδος στα ίδια, επανεμφάνιση, επανάληψη. 2. (ιατρ.), η επανεμφάνιση της ίδιας αρρώστιας μετά την ανάρρωση, υποτροπίαση, υποτροπιασμός, το ξανακύλισμα. 3. (νομ.), η επανάληψη της ίδιας αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)